άπρεπος

άπρεπος
-η, -ο
επίρρ. ανάρμοστος, άτοπος, αγενής: Τα λόγια που μου είπε ήταν άπρεπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άδρομος — η, ο (Α ἄδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρόμους ή έχει ανεπαρκείς και σε κακή κατάσταση δρόμους («άδρομο φαράγγι») 2. άτοπος, άπρεπος αρχ. (για άλογα) αυτός που δεν καλπάζει, που δεν τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δρόμος.… …   Dictionary of Greek

  • άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • ανευπρεπής — ἀνευπρεπής, ές (Α) άπρεπος, ανάρμοστος …   Dictionary of Greek

  • ανοίκειος — α, ο (Α ἀνοίκειος, ον) [οικείος] ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος αρχ. 1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια 2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι 3. άκαιρος, άτοπος …   Dictionary of Greek

  • απρεπής — ές κ. άπρεπος, η, ο (AM ἀπρεπής, ές) [πρέπω] ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές η απρέπεία …   Dictionary of Greek

  • ομόεθνος — ὁμόεθνος, ον (Α) ομοεθνής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὁμοεθνής, κατά τα πολλά επίθ. σε ος (πρβλ. νεώτ. απρεπής άπρεπος, ατυχής άτυχος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύειδος — ον, Α 1. πολυειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολύειδος ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πολυειδής, κατά τα πολλά επίθ. σε ος (πρβλ. τα νεώτερα απρεπής: άπρεπος, ατυχής: άτυχος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίσκελος — η, ο, Ν τρισκελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκελής, κατά τα επίθ. σε ος (πρβλ. απρεπής: άπρεπος)] …   Dictionary of Greek

  • τρισεύγενος — η, ο, Ν τρισευγενής (α. «τρισεύγενα λουλούδια τής αγάπης», Σολωμ. β. «συμφωνία τρισεύγενη / κι ολόγλυκη σονάτα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισευγενής, κατά τα επίθ. σε ος (πρβλ. απρεπής: άπρεπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”